- ἐπιδημίαν
- ἐπιδημίᾱν , ἐπιδημίαstay in a placefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARTZIBURIUS — Graece Α᾿ρτζιβούριος, apud Marcum Hieromonachum in Responsis, Anastasium de illo, in Triodio c. 27.nomen est hebdomadis, alias Προσφωνήσιμος dictae, quod in ea ieiunarent Armenii. Et quidem nonnulli eorum, propter Ninevitas, alii autem propter… … Hofmann J. Lexicon universale
κρηπιδώνω — (Α κρηπιδῶ, όω) [κρηπίς (Ι)] 1. κατασκευάζω κρηπίδα, φτειάχνω θεμέλια («τὸ δὲ χωρίον, ἐν ᾧ ἐσκήνησε, λίθοις τετραπέδοις ἐκρηπίδωσε», Δίων Κάσα) 2. κατασκευάζω προκυμαία αρχ. 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα 2. παθ. κρηπιδοῡμαι, όομαι α) βάζω τα… … Dictionary of Greek
παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… … Dictionary of Greek